Κυριακή 25 Αυγούστου 2013

Κλ. Κύρου: Η άλλη εκδοχή της ποίησης της ήττας

Γιώργος Καραμπελιάς



εδώ


στον Μιχάλη Μερακλή
Όταν “μια μορφή της ζωής έχει περάσει” (Χέγκελ), χωρίς όμως ακόμα να ’χει χαράξει μια καινούργια αυγή, αυτές τις εποχές της ήττας, της υπομονής, όταν μόνο ο “γερο-τυφλοπόντικας” του Κάρολου Μαρξ συνεχίζει να σκάβει αθόρυβα και υπόγεια, τότε η πολιτική και η κοινωνιολογική σκέψη πολύ συχνά οπισθοδρομεί ή παραμένει στάσιμη, στην αναπαραγωγή και την απολογία για τα παλιά και τα χαμένα, χωρίς τίποτε το καινούργιο, τίποτε το αυθεντικό. όταν ακόμα δεν έχει διαμορφωθεί μια καινούργια πολιτική και ιδεολογική πρόταση, πολύ συχνά μια σκέψη αυθεντική και επαναστατική “προσφεύγει στην τέχνη της ποιήσεως”. 


Εκεί, στην τέχνη, μπορεί να φωλιάσει το άρρητο, αυτό που ακόμα δεν μπορεί να γίνει θεωρία και πολιτική πρακτική, αυτό που οι υπόλοιποι άνθρωποι υποψιάζονται αλλά ακόμα δεν μπορεί να εκφράσουν.
Στην Ελλάδα, όπου η διαμόρφωση μιας δημιουργικής κοινωνικής και ιστορικοπολιτικής σκέψης γνώρισε τεράστια καθυστέρηση –για λόγους που δεν είναι του παρόντος1– η Τέχνη, και ιδιαίτερα η ποίηση, αποτέλεσαν έναν από τους κεντρικούς τόπους μέσα από τους οποίους δολιχοδρομούσαν ιδεολογικές, φιλοσοφικές και πολιτικές προσεγγίσεις, οι οποίες κατά κανόνα προηγούνται της επιστημονικής-κοινωνικής, φιλοσοφικής και πολιτικής σκέψης.
Δεν υπάρχει κανένα κείμενο του πεζού λόγου που να εκφράζει με τόση ενάργεια την εποχή της μεγάλης ιδέας και των Βαλκανικών Πολέμων όσο η ποίηση του Παλαμά, “Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου” και η “Φλογέρα του βασιλιά”. Τίποτε δεν αποδίδει καλύτερα την κρίση του “ελληνισμού” από την ποίηση του Καβάφη. Για να γνωρίσουμε την κοινωνία του μεσοπολέμου (μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή), την ήττα, τη συντριβή, αλλά και νέες προοπτικές, δεν θα βρούμε τίποτε άλλο, στην ουσία, εκτός από τον Καρυωτάκη, τη “γενιά του ’30”, τo “Μυθιστόρημα” του Σεφέρη και την καταλυτική κριτική του Βάρναλη.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Αντάρτικο και την ήττα της Αριστεράς, υπό το κλίμα της τρομοκρατίας της Δεξιάς, η πολιτική σκέψη, και ιδιαίτερα η αριστερή, μοιάζει σαν να ’χει παγώσει στα σχήματα του πολέμου. Αποκτά έναν απολογητικό χαρακτήρα και προσπαθεί να πορευτεί ανάμεσα στην ήττα, τον συμβιβασμό με την εξουσία ή την άκαμπτη επιμονή. Η δημιουργική ελληνική σκέψη της πολεμικής γενιάς θα καταφύγει στο εξωτερικό: Το 1945, και μετά από παρεμβάσεις του Γαλλικού Ινστιτούτου της Αθήνας και του Ροζέ Μιλιέξ, δίνεται υποτροφία του γαλλικού κράτους σε τριακόσιους περίπου νεαρούς Έλληνες, που μπορούν έτσι να “διαφύγουν” προς τη Γαλλία. Ανάμεσά τους ο Κώστας Παπαϊωάννου, ο Κώστας Αξελός, η Μιμίκα Κρανάκη, ο Άδωνις Κύρου, ο Νίκος Σβορώνος, ο Γιάννης Ξενάκης, ο Κορνήλιος Καστοριάδης και άλλοι, που “φορτώνονται” σ’ ένα καράβι και ταξιδεύουν προς την “Εσπερία”. Μερικά από τα καλύτερα μυαλά της χώρας θα “χαθούν” –ή ίσως θα διασωθούν– οριστικά ή για πάρα πολλά χρόνια. Η Ελλάδα του εμφυλίου και του ψυχρού πολέμου δεν είχε ανάγκη από την όποια κριτική σκέψη. Κατά συνέπεια, η “γενιά του ’40” δεν θα μπορέσει να συνεχίσει από εκεί που είχε φτάσει –και συνέχιζε– η “γενιά του ’30”. είτε θα παρέμενε σε μια εσωτερική εξορία, όπως ο Μιχάλης Κατσαρός, είτε θα κλεινόταν στις φυλακές και τις εξορίες, όπως ο Άρης Αλεξάνδρου, είτε θα “δραπέτευε” από την Ελλάδα.
Η αναγέννηση μιας καινούργιας σκέψης, οι απαρχές δημιουργίας ενός νέου κινήματος θα αργήσουν πολύ. Μόνο μετά το 1960, και κυρίως μετά την έλευση της δικτατορίας, θα ξαναρχίσει να κινείται το ιδεολογικό τέλμα της ελληνικής Αριστεράς.
Ωστόσο, η ζωή, η σκέψη, το συναίσθημα, το πάθος, δεν μπορούν να φυλακιστούν, και όπως το ανείπωτο της κρίσης του ελληνισμού θα αποδοθεί με μια μεγάλη ποίηση, του Καβάφη και του Σεφέρη, έτσι και σε αυτά τα μολυβένια χρόνια θα συνεχίσει να γράφεται μια σημαντική ποίηση στην Ελλάδα, ίσως η τελευταία στον αιώνα που πέρασε.
Η ποίηση της ήττας, μια γενεαλογία
Σε όλη την περίοδο από τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια μέχρι τη δεκαετία του 1960, και ίσως έως το 1967, μπορούμε να διακρίνουμε τρία ρεύματα στην αριστερή λογοτεχνία και ποίηση (συμπεριλαμβάνουμε σε αυτή την τυπολογία την ποίηση και τη λογοτεχνία που αναφέρεται ευθέως στην Αριστερά μετά τον εμφύλιο και όχι κάθε αριστερό ποιητή ή λογοτέχνη). Το πρώτο, παλαιότερο και κυρίαρχο αρχικώς, η άμεσα μετεμφυλιακή ποίηση του Ρίτσου, του Λειβαδίτη, του Βρεττάκου κ.ά. –ακόμα και η πρώιμη ποίηση του Πατρίκιου–, προσπαθεί να συντηρήσει τη φλόγα της επαναστατικής δεκαετίας ενώ ταυτόχρονα, τραγικά και αδιέξοδα, αναλίσκεται σε διθυράμβους για τη σοβιετική και κομμουνιστική ηγεσία. Το δεύτερο μεγάλο ρεύμα είναι η λεγόμενη “ποίηση και λογοτεχνία της ήττας”, που αναπτύσσεται κατ’ εξοχήν μετά το 1956 και το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, την καταιγιστική εκ των ένδον κριτική στον σταλινισμό και την παραδοχή του γεγονότος ότι η αριστερά “ηττήθηκε”. Η ήττα της Αριστεράς στον εμφύλιο δεν ήταν μια απλή “περιπέτεια της πάλης των τάξεων”, αλλά η ήττα πολιτικών συμπεριφορών, αξιών, αντιλήψεων, και αυτή η ήττα πρέπει να γίνει “αποδεκτή” σε όλες της τις συνέπειες. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Τίτος Πατρίκιος, ο Βύρων Λεοντάρης, ο Κώστας Κουλουφάκος, ο Κλείτος Κύρου2 και πολλοί άλλοι– είναι οι κύριοι εκπρόσωποι αυτής της γενιάς, στο ιδίωμα της οποίας θα έρθουν να προσχωρήσουν, ιδιαίτερα μετά το 1960, και αρκετοί από τους εκπροσώπους του πρώτου ρεύματος. Τέλος, διακρίνεται και ένα τρίτο ρεύμα, μικρότερο, με κύριους εκπροσώπους τον Άρη Αλεξάνδρου και τον Μιχάλη Κατσαρό, ένα ρεύμα που είναι επικριτικό απέναντι στην παλιά αριστερά, τουλάχιστον εξ ίσου με την ποίηση της ήττας, αλλά θέλει να παραμένει ταυτόχρονα επαναστατικό. σε αυτό βρίσκεται πλησιέστερα, από ορισμένες απόψεις, και ο Κλείτος Κύρου.
Πάντως από το 1956 και μετά, τουλάχιστον μέχρι τη δικτατορία, ο τόνος δίνεται πλέον από την “ποίηση της ήττας”. Ας δούμε πώς περιγράφεται η ποίηση της ήττας και τα αίτιά της από δύο ποιητές, τον ένα μάλλον επικριτικό εκείνη την περίοδο –Λειβαδίτης– και τον άλλο υποστηρικτή της –Β. Λεοντάρης– στην Επιθεώρηση Τέχνης:
“Η ήττα μας είναι, πάνω απ’ όλα, πρόβλημα που σχετίζεται με την ηθική... είναι συνέπεια των εσωτερικών σχέσεων του προοδευτικού κινήματος... και, το χειρότερο, είδαμε με μια έκπληξη που έφτανε τη φρίκη, στο στρατόπεδό μας… μεταφερμένα μερικά από τα χαρακτηριστικά του αντίπαλου στρατοπέδου: βία, ανελευθερία, δεσποτισμό, νεποτισμό”
(Τάσου Λειβαδίτη, “Ή ποίηση της ήττας”)
“Ή καταγωγή και οι ρίζες της ποίησης της ήττας ανάγονται στην αντιστασιακή ιδεολογία. Η ποίηση της ήττας βασικά είναι μια βαθειά κρίση και ίσως το τέλος της αντιστασιακής ιδεολογίας και της αντιστασιακής ποίησης. Οι ιστορικές εξελίξεις, που αλματικά συντελούνται στα πιο κρίσιμα ανθρώπινα προβλήματα, αποκαλύπτουν μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο την εσωτερική ανεπάρκεια, την αντιφατικότητα και την ουτοπικότητα πολλών από τις βασικές αντιλήψεις της αντιστασιακής ιδεολογίας”
(Βύρων Λεοντάρης, “Η ποίηση της ήττας”)3
Η ποίηση της ήττας εκκινεί από την κριτική εξέταση των δομών του παλιού κινήματος, την κριτική της μονολιθικότητας και της “θυσίας”, την άρνηση της ατομικότητας που χαρακτήριζε το παλιό κίνημα, τον “σταλινισμό” κ.λπ. Ωστόσο, το αίτημα που τίθεται, με αυξανόμενη επίταση, από σημαντικούς εκπροσώπους αυτού του ρεύματος, υπερβαίνει τόσο την αποκάλυψη των συναισθηματικών και ψυχολογικών μηχανισμών της “γενιάς”, όσο και τον θρήνο για μια καθολική συντριβή, συλλογική και ατομική –μια γενιά που “δεν πέθαινε στα νοσοκομεία” αλλά “κραύγαζε έξαλλη στα εκτελεστικά αποσπάσματα” (Κλ. Κύρου “Κραυγή δέκατη Πέμπτη”). Η κριτική πλέον χρωματίζεται με στοιχεία “ανθρωπισμού” που στρέφεται ενάντια στον “ολοκληρωτισμό” κάθε μετωπικής και ανελέητης σύγκρουσης, ενάντια στην ίδια την “αντιστασιακή ιδεολογία”, όπως αναφέρει ο Λεοντάρης. Μια τέτοια κριτική λειτούργησε απελευθερωτικά ως προς τα ξεπερασμένα ιδεολογήματα του σταλινισμού και του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, αλλά ταυτόχρονα προετοίμασε –εν μέρει– ιδεολογικά τη μετάλλαξη των πρώην σταλινικών και με παρωπίδες αγωνιστών σε μια “ηττημένη” και, εν πολλοίς, ενσωματωμένη αριστερά.
Ενας Ηρωας
Ήτανε ήρωας πραγματικός
κράτησε αλύγιστος στις πιο σκληρές δοκιμασίες
Κι απόμεινε σαν την πέτρα. Γερός κι αδιαπέραστος
στα πιο κοινά, τα πιο ανθρώπινα αισθήματα
(Τίτος Πατρίκιος, συλλ. “Μαθητεία ξανά”, 1959-19624)
ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΑΦΘΟΝΙΑΣ
………………………………………………………
Στο μεταξύ όλο επαναλαμβάνουμε
σχεδόν μηχανικά λέξεις
Ελευθερία, Ανθρωπότητα, Αδελφότητα, Επανάσταση
που πια κοντεύουνε να καταντήσουν
σαν αποτσίγαρα πεταμένα μετά την όποια γενετήσια
πράξη.
(Τίτος Πατρίκιος, συλλ. “Μαθητεία ξανά”, 1959-19625)
ΣΤΙΧΟΙ, 2
…………………………………………………………
Γιατί κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα
κανένας στίχος δεν κινητοποιεί τις μάζες
(Ποιες μάζες μεταξύ μας τώρα –
ποιοι σκέφτονται τις μάζες;)
(Τίτος Πατρίκιος, Αύγουστος 1957, “Μαθητεία”6 )
Αυτή η κριτική στην Αριστερά και την ιδεολογία της γενικεύεται και μετασχηματίζεται σε μια συνολική κριτική του σύγχρονου πολιτισμού και της αλλοτρίωσης του μεταπολεμικού ανθρώπου που σταδιακά εγκαταλείπει την αισιόδοξη και αντιστασιακή λογική της Αριστεράς για να περάσει σε μια οπτική απαισιόδοξη και εν τέλει μοναχική, συναντώντας έτσι τα σύγχρονα ρεύματα της ευρωπαϊκής αποξένωσης και του παράλογου.
“Ένα νέο ποιητικό κλίμα που μας επιβάλλει να μιλήσουμε σήμερα για μια ποίηση, που πυρήνας της είναι η αίσθηση ότι ο σημερινός άνθρωπος βγαίνει καθημαγμένος από μια ήττα που δε σημαδεύει ανεξίτηλα μονάχα τον Ελληνικό χώρο, αλλά είναι γενικότερα ήττα της ανθρωπότητας, “του πολιτισμού”. Ο ποιητής σήμερα νιώθει το μέλλον μέσα στο παρόν του, αρνείται να δεχτεί την έννοια της μεταβατικότητας της εποχής του και της ζωής του. Πίστευε σε ορισμένες κοινωνικές και πολιτιστικές κατακτήσεις. Τώρα κι αυτές μπαίνουν σε αμφισβήτηση και κριτικό έλεγχο... σήμερα ο ποιητής αισθάνεται την ποιητική του λειτουργία σαν άγχος”.
(Βύρων Λεοντάρης, “Η ποίηση της ήττας”7)
“ένας απλός θεατής”
ανώνυμος ανθρωπάκος μέσα στο πλήθος
με τα χέρια στο στήθος σαν έτοιμος νεκρός
τώρα πια δεν χειροκροτεί δεν χειροκροτείται
(Μ. Αναγνωστάκη, “Τώρα είναι απλός θεατής”)8
Η ΘΑΜΠΗ ΜΕΡΑ
Καθίζηση της Ιστορίας
αίσθηση βυθού
κάποτε ένας πνιγμένος ξεκολλά
ανεβαίνοντας προς τα τρικυμισμένα ύψη
Αυτό μονάχα...
και δεν υπάρχει τίποτα να ελπίσω μεσ’
την αχανή αυτή μέρα
θα καρτερής ως την άλλη νύχτα
θα μοιραστούν οι άνθρωποι τη ζωή
ξανά σα λάφυρο
Ακούω τις ζυγαριές που ετοιμάζονται,
Βλέπω φριχτά καινούργια μέτρα και σταθμά
και δεν υπάρχει, τίποτα να ελπίσω μέσ’ την αχανή
αυτή μέρα
όπου, γερνάει πιο γρήγορα από μας το μέλλον
θα καρτερώ ως την άλλη νύχτα.
(Βύρων Λεοντάρης, “Κρύπτη”9 )
Η Ιστορία καθιζάνει –όλα είναι βυθός– οι άνθρωποι που αγωνίζονται να ανέλθουν στην επιφάνεια είναι απλώς πνιγμένοι που ανεβαίνουνε στα ύψη. Το μονό “θετικό” σύμβολο είναι η νύχτα – η νύχτα καταφυγή για έναν κόσμο που πεθαίνει. Γι’ αυτόν τον κόσμο και τα καινούργια μέτρα και σταθμά ενός άλλου κόσμου που έρχεται είναι φρικτά. Το μέλλον γερνάει γρηγορότερα από τον ποιητή (τον κόσμο του) και κατά συνέπεια δεν υπάρχει. Στον κόσμο “μένουν όλα ασάλευτα, ένα άλμα πετρωμένο” (Λεοντάρης).
Ποιητές όπως ο Ρίτσος, ο Λειβαδίτης, ο Βρεττάκος, που αποτελούν τους κατ’ εξοχήν κομματικούς ποιητές της Αριστεράς, καθώς και λογοτεχνικοί κριτικοί όπως ο Μ.Μ. Παπαϊωάννου, ο Μάρκος Αυγέρης και ο Τάσος Βουρνάς, θα επιχειρήσουν, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια της εμφάνισης της ποίησης της ήττας, να αντιστρατευτούν αυτό το “ηττοπαθές ρεύμα”. Ωστόσο, ο Τάσος Λειβαδίτης, παρά την προσπάθειά του να εξηγήσει –κριτικά και επικριτικά στο επίπεδο της λογοτεχνικής κριτικής– το φαινόμενο της “ποίησης της ήττας”, ως ποιητική ευαισθησία, θα προσχωρήσει σχεδόν ασυζητητί στο συναισθηματικό και ψυχολογικό της κλίμα:
Ερωτευτήκαμε παράφορα, μισήσαμε,
απελπιστήκαμε ως το θάνατο
Συχνά η περηφάνεια μας έκανε να κλάψουμε,
ο εγωισμόςπολλά να στερηθούμε, φιλοδοξίες,
όνειρα, τα πάθη μας ρήμαξαν
ο φόβος μήπως αποτύχουμε,
η αίσθηση του ανεκπλήρωτου
όταν είχαμε πετύχει, τύψεις,
γενναιότητες οι ίδιες οι ελπίδες
που μεγεθυντικοί φακοί μεγάλωναν ως το άπειρο
τον ελάχιστο εαυτό μας – μια ζωή αλήθεια
“έντονη” όπως λένε χωρίς
ούτε στιγμή ξεκούραση
εφησυχασμό
και δεν είδαμε κάποια απ’ τον απέραντο κόσμο”
(Τ. Λειβαδίτης, “Δαλτωνισμός”)
και πάλι,
Η μητέρα μου πέθανε
η αγαπημένη μου έφυγε
οι σύντροφοι με προδώσανε
τα χρόνια περάσανε
τώρα μπορώ να κοιμάμαι ήσυχος
Όλα έγιναν.
Ακόμα και ο επίσημος και αναγνωρισμένος βάρδος της Αριστεράς, ο Γιάννης Ρίτσος, θα υποταχθεί, σχετικά αργότερα, στη δεκαετία του 1960, στην επίδραση του ρεύματος, αναπτύσσοντας ιδιαίτερα τα στοιχεία του ερμητισμού της ποίησής του:
Τον είδες τον κουβά, ν’ ανεβαίνει από τα βάθη
και ν’ αδειάζει
τόσες και τόσες φορές να γεμίζει τις στάμνες,
να ποτίζει τα λουλούδια
Τώρα ανάστροφος πλάι στο πηγάδι
δείχνει τα νώτα του στον ήλιο
ένα κενό κυκλικό, μισό ταμπούρλο
(Αν το κτυπούσες θ’ ανάδινε ένα σκέτο ρυθμό
χωρίς τραγούδι)
ένα άψογο στιλπνό μηδέν είναι
στο κοίλωμά του ακόμη υγρό και δροσερό,
καταφεύγουν κάτι γυμνά προϊστορικά τέρατα,
αδρανή, πολυσήμαντα, γλοιώδη.
(Γιάννης Ρίτσος, “Κουβάς”)
Οι συμβολισμοί είναι περισσότερο από σαφείς, ο “κουβάς”, που αναρίθμητες φορές πότισε τα λουλούδια και μας ξεδίψασε, είναι πλέον άχρηστος, ένα απλό κύμβαλο αλαλάζον που δεν αναδίδει κανένα τραγούδι και στο κοίλωμά του καταφεύγουν μόνον γλοιώδη “προϊστορικά τέρατα”. Μια τέτοια σαρωτική και απαξιωτική κριτική της Αριστεράς ξεπερνούσε ακόμα και τον Κατσαρό ή τον Αλεξάνδρου. Γι’ αυτό και το συγκεκριμένο ποίημα του Ρίτσου θα υποστεί σφοδρή κριτική από τους φορείς της κομματικής ορθοδοξίας, έστω και εάν επέμειναν μάλλον στα “ερμητικά” του στοιχεία και όχι στο τόσο έκδηλο ιδεολογικό του περιεχόμενο. Αλλά προχώρησε πάρα πολύ. Κι ο Τάσος Βουρνάς ανέλαβε να αμβλύνει κάπως τα πράγματα πληροφορώντας μας ότι:
“Επισημαίνουμε τις διαφορές ανάμεσα στις περιόδους του Ρίτσου, του Βρεττάκου, του Λειβαδίτη, βλέπουμε το κλίμα ερμητισμού, αλλά διακρίνουμε την ανάγκη μιας ποιητικής εκτόνωσης”. “Αυτό δεν σημαίνει όμως ούτε ότι έχασαν την ιδεολογία τους. [ ] Πρέπει να δεχτούμε γενναία, ότι πολλοί καλόπιστοι δημιουργοί ζουν αυτή τη στιγμή σε πλήρη διάσταση με την κοινωνία και ιδεολογία τους, για λόγους ποικίλους και ευεξήγητους”.
(Τάσος Βουρνάς, Επιθ. Τέχνης, τ. 109)
Ο Βουρνάς δεν υπεισέρχεται στην ουσία της αντιπαράθεσης. Αναφέρεται σε διάσταση με την ιδεολογία, σε καλόπιστους δημιουργούς, “λόγους ευεξήγητους” (που ούτε αναφέρει ούτε εξηγεί), αποσκοπώντας να διαφυλάξει τους τρεις “κορυφαίους”, οι οποίοι ναι μεν χαρακτηρίζονται από ερμητισμό (“ποιητική εκτόνωση”) αλλά διαφυλάττουν και την ιδεολογία τους.
Οι ποιητές της ρήξης
Ποιητές όπως ο Μιχάλης Κατσαρός και ο Άρης Αλεξάνδρου, εκκινώντας από μια παρόμοια σαρωτική κριτική, θα χαράξουν έναν διαμετρικά αντίθετο δρόμο που συνεχίζει την παράδοση μιας αντιστασιακής αριστεράς και απορρίπτει τα “ηττοπαθή” ιδεολογήματα της ποίησης της ήττας.
Αντισταση
... Γιεσένιν- Μαγιακόφσκυ αδελφοί που
τερματίσατε δεν αγαπήσατε τα ήρεμα βράδια τον καφέ
τις συζητήσεις
δεν είχατε σε ποιον να επιτεθείτε.
Τώρα κυριαρχεί η χαμηλή φωνή κάποιου εγκάρδιου Ναζίμ
που μας καλεί για ειρήνη
τώρα χτυπάν στα πάρκα τραγούδια των σκλάβων.
Ξαφνιάζονται οι άνθρωποι σαν ακουστεί το Εμπρός επαναστάτες
Ξαφνιάζονται σαν ακουστεί Ελευθερία
Πάψε τους ύμνους σου αστέ ποιητή Έλληνα Λειβαδίτη
για έρωτες σπίτια και ηρεμία
όσο ανθρώπινα κι αν είναι.
Αύριο θ’ αναγκαστείς να φωνάξεις όπως άλλοτε μαζί μου
θάνατος στους τυράννους. Αύριο που η ζωή θα μας σφίγγει θα βγεις
με την κορούλα σου στους δρόμους γεμάτος απορία μέσα στις φλόγες
και δεν θ’ αναγνωρίζεις τίποτα.
Έλα μαζί μου.
(…) πάψε τους θρήνους σου.
Εγώ με τη φωτιά του 17 προχωράω αντίθετα
από τα συνέδρια τις συσκέψεις.
Αντίθετα από τις μυστικές αστυνομίες
από τους υπουργούς τις δεξιώσεις
αντίθετα στον πόλεμο.
Κανένας πια δεν έμεινε ποιητής.
Έτσι μονάχος ανοίγω το δρόμο.
(Μιχάλης Κατσαρός, “Μέρες 1953”)10
Ο Μιχάλης Κατσαρός εκθέτει ένα ολόκληρο “πρόγραμμα” που αντιπαρατίθεται ριζικά τόσο στις “συμβιβαστικές τάσεις” της επίσημης αριστεράς και της ποίησής της, πριν καν εμφανιστεί η ποίηση της ήττας, το 1953, όσο και στα“συνέδρια”,τις “μυστικές αστυνομίες και τους υπουργούς” του σοβιετικού καθεστώτος. Και τονίζει αλλού:
“Η ένδοξη Ρώμη
σε περίμενε τόσους αιώνες
σε προφητείες έλεγε
τον ερχομό σου
και συ αφομοιώθηκες;”
Ο Κατσαρός θα θελήσει να αναβαπτιστεί στην παράδοση του 1917, του Γιεσένιν και του Μαγιακόφσκυ και να απορρίψει τον “αστό ποιητή Λειβαδίτη”. Για τον Κατσαρό, η ποίηση της επίσημης Αριστεράς της ψυχροπολεμικής εποχής και της ισορροπίας των δυνάμεων, η οποία εκθειάζει την ειρήνη και τη διαπραγμάτευση, (“ο εγκάρδιος Ναζίμ” Χικμέτ), τα “ανθρώπινα” αισθήματα, προετοιμάζει ήδη την πλήρη απόρριψη της αντιστασιακής ιδεολογίας που θα φέρει η ποίηση της ήττας.
Ο Άρης Αλεξάνδρου θα έρθει σε συνολική αντιπαράθεση με τους παλιούς του συντρόφους, θα αντιπαραθέσει “κίνημα” και “καθοδήγηση” και θα υποβάλει σε κριτική την κομματική υποκρισία (“εσείς που άλλα λέγατε στους φίλους σας και άλλα στην καθοδήγηση”), –όπως θα κάνει βέβαια και ο Αναγνωστάκης– χωρίς όμως να προσχωρεί στο κλίμα της ποίησης της ήττας, θέλοντας να συνεχίσει με κριτικό τρόπο την “αντιστασιακή” ποίηση (“Αν μου πρέπει τιμή είναι που είχα πάντοτε τη λάμπα αναμμένη”).
Η ΑΝΑΜΜΕΝΗ λΑμπα
Εσείς που υπακούτε σε κυβερνήσεις και Π. Γ.
σαν τους νεοσύλλεκτους στο σιωπητήριο
θ’ αναγνωρίσετε μια μέρα πως η ποσότητα της πίκρας
έτσι που νότιζε για χρόνια τους τοίχους του κελιού
είταν αναπόφευκτο
να φτάσει στην ποιοτική μεταβολή της
και ν’ ακουστεί σαν ουρλιαχτό
σαν εκπυρσοκρότηση.
Εσείς που άλλα λέγατε στους φίλους σας
κι άλλα στην καθοδήγηση
θ’ αναγνωρίσετε μια μέρα
πως εγώ είμουνα μονάχα παραλήπτης
των όσων μου ’στελναν
γραμμένα με λεμόνι οι φυλακισμένοι
και των δυο ημισφαιρίων.
Αν μου πρέπει τιμή
είναι που είχα πάντοτε τη λάμπα αναμμένη
μέσα στην κάμαρά μου
κ’ έκανα την εμφάνιση των μυστικών τους μηνυμάτων
κρατώντας τις λογοκριμένες τους γραφές
πάνω από τη φλόγα.
(Άρης Αλεξάνδρου, “Ευθύτης Οδών”11 )
Είναι άραγε τυχαίο πως ο Κατσαρός και ο Αλεξάνδρου θα γίνουν ευρύτερα γνωστοί μόνο στα τελευταία χρόνια της δικτατορίας, και ιδιαίτερα μετά το 1974, στο κλίμα της πρώτης μεταπολιτευτικής ευφορίας και σε συνθήκες που επέτρεπαν να ακουστεί ο αιρετικός τους λόγος; Τότε το Κιβώτιο του Αλεξάνδρου ή το Κατά Σαδδουκαίων του Κατσαρού θα μεταβληθούν σε εκδοτικές επιτυχίες, παράλληλα με τα βιβλία του Σκαρίμπα και του... Καστοριάδη.
Μια ανάλογη ευαισθησία, και ίσως πολύ βαθύτερη από άποψη προσωπικής συγκίνησης, διαπερνά και το έργο ενός από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της “ποίησης της ήττας”, του Κλείτου Κύρου12. Ο Κύρου, παρά τις προσεγγίσεις του με την οπτική του Αλεξάνδρου και του Κατσαρού, συγκροτεί μια ξεχωριστή περίπτωση και θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η εναλλακτική εκδοχή στα πλαίσια της ποίησης της ήττας. Θα ισχυριστούμε πως, στα πλαίσια της τυπολογίας που προτείνουμε, ο Κατσαρός αναδεικνύει άμεσα την κοινωνική και πολιτική διάσταση, οι ποιητές της ήττας μεταγράφουν την πολιτική πραγματικότητα και την ήττα σε ατομική ήττα και συντριβή, ενώ ο Κλείτος Κύρου, σύμφωνα με την τόσο εύστοχη παρατήρηση του Γιώργου Θέμελη, κάνει μια ποίηση “κοινωνικού προβληματισμού από σκοπιά ατομικής συνείδησης”.
Το ανείπωτο είναι κιόλας ποίηση
Κραυγη Δεκατη Ενατη
Σας προσφωνώ και πάλι με τα ίδια όπως τότε ψευδώνυμα
Τα ’χετε ως κι αυτά λησμονήσει, πάνε τόσα χρόνια
Που να θυμάστε τώρα τις βραδυνές συγκεντρώσεις
Τις ασκητικές σας μορφές κάτω απ’ το σπασμένο φως
Πιστεύατε με φανατισμό θέσει και πράξει επιδοκιμάζατε
Υστερικά τον κάθε ομιλητή ...
...τώρα έχετε απομακρυνθεί απ’ το πεδίο βολής
Επαναπαύεστε μακάρια
πάνω στα τρόπαια των αστικών μαχών
Γυμνάζοντας αρνητικά τις αισθήσεις σας
αποταμιεύοντας όνειρα
Κάθε μέρα γίνεσθε και πιο εκλεκτικοί αλλάζετε
τις μάρκες των τσιγάρων αλλάζετε τα ρούχα σας αλλάζετε
Συνήθειες διασκεδάσεις κλίμα σπίτια
και γυναίκες αλλάζετε
Τα δόντια σας και την καρδιά σας και τους λυγμούς
Ακόμη της καρδιάς σας τους αλλάζετε.....
(Κλείτος Κύρου, “Κραυγή Δέκατη Ένατη”13 )
Ο Κλείτος Κύρου –ίσως και επειδή δεν είχε εμπλακεί στο κομμουνιστικό κίνημα τόσο άμεσα και στον ίδιο βαθμό με άλλους, όπως ο Αναγνωστάκης ή ο Πατρίκιος, βλέποντας τα πράγματα με πιο καθαρό μάτι και στις δύο κομβικές ποιητικές συλλογές του, τις “Κραυγές της Νύχτας” και τους “Κλειδάριθμους”, που εκδόθηκαν αντίστοιχα το 1960 και το 1963, θα σύρει τη γραμμή που ενώνει το “πριν” και το “μετά”: το “πριν”, της αγωνιστικής έξαρσης αλλά και της τύφλωσης, και το “μετά” του συμβιβασμού. επρόκειτο για τους ίδιους ανθρώπους και την ίδια λογική, μόνο που το νόμισμα είχε αλλάξει όψη. Η μονοδιάστατη αγωνιστικότητα και η υποταγή του κριτικού λόγου στη λογική της εξυπηρέτησης του “σκοπού” με κάθε μέσο, μετά την ήττα, παραχώρησε τη θέση της σε μια εξ ίσου μονοδιάστατη αντιπαράθεση της “ζωής” με τον “αγώνα”, όπου η ζωή νοείται, όπως επισημαίνει ο Κύρου, ως μακάρια επανάπαυση “στα τρόπαια των αστικών μαχών”.
Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που επιδοκίμαζαν “υστερικά τον κάθε ομιλητή” και σήμερα “αλλάζουν ακόμα και τους λυγμούς της καρδιάς” τους. Η αμφισημία που εμπεριείχε η αποσταλινοποίηση του 1956, και κατ’ εξοχήν η “ποίηση της ήττας”, θα χρησιμοποιηθεί μονοδιάστατα από ένα εγχείρημα πολιτικού μεταμορφισμού που εγκαινιάζεται στη δεκαετία του 1960 και θα “αξιοποιήσει” ευρύτατα την κριτική που ασκεί η ποίηση της ήττας στην παλιά αριστερά και τις αγκυλώσεις της, για να βαδίσει σε “επενδύσεις εξαιρετικά επωφελείς των ευελίκτων επιγόνων”. (Κ. Κύρου, ό.π.). Ωστόσο, ακόμα και σήμερα, πενήντα χρόνια μετά την ήττα, ενώ η παλιά και η νέα αριστερά, που αναδείχθηκε όχι από μια ήττα αλλά από μία νίκη –την πτώση της δικτατορίας– κυριαρχεί πλέον στο προσκήνιο και όχι απλώς στους προθαλάμους της εξουσίας, και συγκροτεί, εν πολλοίς, το νέο οικονομικό, δημοσιογραφικό και πανεπιστημιακό κατεστημένο, το κριτικό διάβημα του Κύρου –στο πεδίο της κοινωνιολογικής και πολιτικής σκέψης– θα παραμένει ζητούμενο και αποκεκρυμμένο.
Ο Κύρου, πολύ ενωρίς, το 1960, στις Κραυγές της Νύχτας, και μάλλον απρόσμενα14, θα επιχειρήσει μια καταιγιστική κριτική την οποία τίποτε δεν έδειχνε να προδιαγράφει το μέχρι τότε ποιητικό του έργο.
Δεν καταυγάζεται πια η μορφή σας
περάσατε στη δεύτερη σειρά εφεδρείας βλέπετε
Τα πράγματα εκ του ασφαλούς αποκτήσατε
Ύφος υπεροπτικό άλλοι τώρα διασχίζουν
τα πεζοδρόμια με καινούργια συνθήματα
Άλλες φάλαγγες συμπαγείς τραγουδούν
Εμβατήρια η αυλαία υψώνεται πάλι
Ο ιστορικός σας ρόλος φοβάμαι πως τέλειωσε
Τώρα προσχωρείτε ολοένα στον κατευνασμό
Στους ετήσιους ισολογισμούς εντρυφείτε
Συναλλάσσεσθε φανερά με ανακτορικούς
Αισθάνεσθε του φόβου τα πρώτα συμπτώματα
Σεις που κάποτε μέσα στις φλέβες σας
Άστραψε η φλόγα ενός θεού που πύκνωσε
τις τάξεις σας και πέθανε μαζί σας.
(Κραυγές της νύχτας, “Κραυγή Δέκατη Όγδοη”15 )
Η κριτική επιχειρείται από τα “μέσα”, σε πρώτο πρόσωπο, είναι η κριτική εκείνου που βλέπει την ίδια του τη γενιά να πεθαίνει, να συμβιβάζεται, να εμποδίζει, με το “υπεροπτικό της ύφος”, τους “άλλους” που τώρα διασχίζουν τα πεζοδρόμια “με καινούργια συνθήματα”, έστω κι αν ακόμα αυτοί οι άλλοι με τα καινούργια συνθήματα δεν είναι παρά το προϊδέασμα ενός μέλλοντος. Διακρίνει ήδη όχι απλώς τον άνθρωπο που συνετρίβη μέσα στα γρανάζια της ιστορίας, ή εκείνον που αποκαλύπτει την αλλοτρίωση της πολιτικής και της Αντίστασης, πράγμα που κάνουν ο Αναγνωστάκης και ο Πατρίκιος –σε διαφορετικούς τόνους και με διαφορετική ποιητική ειλικρίνεια και ποιότητα– αλλά εκείνον που στην πραγματικότητα πηγαίνει πιο πέρα, “συναλλάσσεται φανερά με ανακτορικούς” και επικροτεί τον “κατευνασμό”. Ο ποιητής έχει συνείδηση της προφητικής του φωνής καθώς και της αλλοτρίωσης που καλπάζει:
Ύστερα μας πρόφτασε η άλωση
Τι ωφελεί που είχες προβλέψει την καταστροφή
Οι ποιητές δεν εισακούγονται ποτέ η φωνή τους
................................
Όταν βγήκες στους δρόμους δεν αναγνώριζες τίποτε
Ένας λαός εκφυλισμένος συνωθούνταν στις αγορές
και στα ηλεκτρόφωνα τι να ’γιναν της γης οι αντρειωμένοι
Τώρα μέσα στη γενική χρεοκοπία μέσα σε συρφετούς
από εξαγγελίες και συνθήματα
Μένεις γυμνός ήταν βαριά η καταλήστευση
Δεν έχεις πια τίποτε σου πήραν τα όπλα
Σου πήραν τους φίλους τη φωνή σου πήραν
Τα μεγάλα όνειρα έχασες και το μονοπάτι
Που πνίγεται στις πικροδάφνες και τ’ αηδόνια
Φαρμάκι παντού σκύβεις καρτερικά το κεφάλι
Μελετώντας τον τρόπο του ποιητή
(Κραυγές της νύχτας, “Κραυγή εικοστή”16)
Οι “επίγονοι”
Ο ποιητής θα διακρίνει έκπτωση και εξαθλίωση (“ένας λαός εκφυλισμένων”), και όχι ζωή και “ανθρωπισμό”. Θέλει να μείνει πιστός στο όραμα μιας επανάστασης, τότε που ήταν διαφορετικοί οι άνθρωποι και η ζωή (“της γης οι αντρειωμένοι”). και βέβαια ποτέ δεν γυρίζει να καταδικάσει τα οράματά του, αλλά τους επιγόνους, εκείνους που έκαναν εμπόριο και συναλλαγή ό,τι απόμεινε από αυτά. Τους “επίγονους” που μετέβαλαν τις παλιές “περγαμηνές” τους σε ανταλλάξιμο εμπόρευμα, σε εκείνα κουρέλια της Αριστεράς που θα περιφέρουν οι θεατρίνοι του Θόδωρου Αγγελόπουλου από τον Θίασο μέχρι το Τοπίο στην Ομίχλη, για να τα ξεπουλήσουν σε τιμή ευκαιρίας σε ευέλικτους κυβερνητικούς κληρονόμους.
...Δεν ήσασταν αγέρωχοι όπως οι Άλλοι
που ρουφήχτηκαν από τη γη
Προτιμήσατε τη συναλλαγή
απλώνοντας το χέρι στον ήλιο
Μείνατε, στατικοί μέσα στο χρόνο
αγάλματα του δισταγμού σας
Συνωστισμένοι μπρος στις εξόδους κινδύνου
στην καμπή του δρόμου
Εκεί που χωρίσαμε οριστικά παρασυρμένοι
από έξαλλα πλήθη
Μην απορείτε λοιπόν για τη σημερινή σας προκάλυψη
Μη διαστέλλετε τα έκθαμβα μάτια σας μπροστά
Στο άνοιγμα που μας χωρίζει το ξέρετε
πως δεν μπορεί να κλείσει
με σχήματα νεκρών πια περιπτύξεων
Σας κατηγορώ δίχως τύψη καμιά
σεις οι ίδιοι επισπεύσατε
τη μελλούμενη αναπόφευκτη
πτώση σας
(Κραυγές της νύχτας, “Κραυγή δέκατη ένατη”17 )
Πλέον η αντίθεση βαθαίνει, μεταβάλλεται σε διαφορά δυο κόσμων (“χωρίσαμε οριστικά”) και δεν γεφυρώνεται με “σχήματα νεκρών πια περιπτύξεων”. Η κοινή παράδοση, η παράδοση της αντίστασης, δεν αρκεί πλέον, μια και οι επίγονοι αλλάζουν ακόμα και τους “λυγμούς της καρδιάς τους” μια και η γραμμή των επιγόνων, βολεμένων μέσα στις “νέες τους συνήθειες”, στα “τρόπαια των αστικών μαχών”, είναι η “ειρήνευση”, η “προσαρμογή”. Η καταγγελία γίνεται όλο και πιο συγκεκριμένη. Οι επίγονοι επέσπευσαν οι ίδιοι τη “μελλούμενη αναπόφευκτη πτώση” τους.
Η ΚΑΜΠΗ
ήταν άνθρωποι
μιας αβέβαιης χαραυγής
Τους ποδοπάτησαν αγρία μίση
Τους δολοφόνησαν
Εν μέση οδώ
Προδομένη απ’ το χρόνο
Πλανάται η παρείσακτη μνήμη τους
Σε μετοχικά κεφάλαια
Τουριστικές επιχειρήσεις
Και σ’ επενδύσεις κατ’ εξοχήν επωφελείς
Των ευελίκτων επιγόνων”
(Κλειδάριθμοι)18
ΑΝΑΒΑΠΤΙΣΗ
...Οι ωραίοι παλιοί φίλοι έχουν πια χαθεί
Κι ακόμη συνεχίζονται οι νεκρολογίες
Βάσκανος μοίρα κλπ. η επωδός
Κυκλοφορούν στους δρόμους πλήθος λιποτάκτες
(Κλειδάριθμοι)19
Οι “λιποτάκτες” σκυλεύουν τη μνήμη των “ωραίων παλιών φίλων” και με “επωδούς και νεκρολογίες” επενδύουν σε “μετοχικά κεφάλαια”. Εδώ πλέον πραγματοποιείται στο ποιητικό επίπεδο μια ανελέητη κριτική της κατεστημένης “ηττημένης” αριστεράς, που έχει μεταβάλει την ήττα σε ένα mondus vivendi, ίσως αναγκαίο αλλά ταυτόχρονα αποτρόπαιο για τον ποιητή: Τυμβωρύχοι, που πατούν πάνω στον θάνατο των καλύτερων, επενδύουν σε νέες “μετοχικές επιχειρήσεις” οι “ευέλικτοι επίγονοι”. Η νεώτερη γενιά, εκείνη του 1960, έζησε κάτι ανάλογο, μετά το 1974, όταν οι εκπρόσωποι του Πολυτεχνείου και της ευρύτερης κατεστημένης Αριστεράς προέβησαν παντοιοτρόπως σε “επενδύσεις κατ’ εξοχήν επωφελείς”. Αλλά η αναλογία παραμένει ωχρή. Η Αντίσταση ενάντια στους Γερμανούς, με τις εκατοντάδες χιλιάδες θύματα, θα μείνει αδικαίωτη και θα ακολουθήσει ο εμφύλιος, οι διωγμοί, οι εξορίες, ενώ μετά το 1974 η ευρύτερη αριστερά θα μεταβληθεί σε στοιχείο της εξουσίας. Γι’ αυτό και η ποιητική συγκίνηση, και το πάθος εκείνης της παλιότερης γενιάς, θα σφραγίσουν, θα διαμορφώσουν το ποιητικό ήθος ενός Κλείτου Κύρου.
Αντίσταση
Μέσα στο κλίμα της ήττας που –παρά τα “ηρωικά” συνθήματα της ηγεσίας της αριστεράς μετά τον εμφύλιο για το όπλο “παρά πόδα”– διαβρώνει τα πάντα, όταν κυριαρχούν τα “πιο ανθρώπινα αισθήματα” της υποχώρησης (έρωτας, σπίτια και ηρεμία) –που σήμερα τα αποκαλούμε “ανάγκες”– όταν πια “κανένας δεν ξέμεινε ποιητής”, εκτός από τον “εγκάρδιο Ναζίμ”, και τον “αστό ποιητή έλληνα Λειβαδίτη”, όπως λέει ο Κατσαρός, τότε ο ποιητής έχει καθήκον να αντισταθεί. Να αντισταθεί στον ίδιο τον εαυτό του, στις ίδιες τις ανάγκες και τις φοβίες του, να αποκαλύψει την αλήθεια και ταυτόχρονα να της αντιταχθεί, να αποδεχτεί την ιστορία και ταυτόχρονα “να υψώσει πύργο απέναντί τους” (Μ. Κατσαρός). Ο Κύρου αντιστέκεται, αλλά ακολουθεί ένα δρόμο μοναχικό. Δεν επικεντρώνεται στην προσμονή μιας ανατροπής, όμως δεν πιστεύει πως τα πάντα έχουν απολεσθεί:
Όπου κι αν στάθηκαν οι σκιές τους ρίζωναν
άδικα προσπαθείτε δεν θα ξεριζώσουν ποτέ
Θα προβάλλουν μπροστά στα τρομαγμένα σας μάτια
Τώρα τα καταλάβαμε όλα καταλάβαμε
τη δύναμή μας και για τούτο μιλώ
Με σπασμένη φωνή που κλαίει
Κάθε φορά στη θύμηση τους.
(“Κραυγή Δέκατη Πέμπτη”20 )
Ξέρει πως το όραμά της δεν χάθηκε, ξέρει πως ό,τι ποτίστηκε θα βλαστήσει. Ωστόσο, ο ίδιος θα παραμένει ο υμνωδός της “χαμένης γενιάς” κι ο στηλιτευτής των επιγόνων. Παρ’ όλο που ήδη βλέπει άλλους να διασχίζουν πια τα πεζοδρόμια και νιώθει πως
Τώρα
Ήχοι πνιχτοί προανακρούουν
Τη στροφή της πλάστιγγας
χεριών προπομποί περισώζουν ρίζες
Αλλοτινών κραυγών.
(“Αίτημα Αιωνιότητας”, συλλ. “Κλειδάριθμοι”)21
Ο Γιώργος Θέμελης, σε μία από τις πρώτες κριτικές που γράφτηκαν για τον Κ. Κ. μετά την έκδοση των Κραυγών, το 1960, θα επισημάνει πρώιμα την υψηλή ποιότητα αλλά και τα ιδιαίτερα ιδεολογικά στοιχεία της ποίησής του:
“Ο Κλ. Κύρου τοποθετείται ήδη σ’ ένα μεταίχμιο ανάμεσα στην εσωτερικότητα μιας υποκειμενικής απομόνωσης και το άνοιγμα προς την κοινωνία. Η έγνοια του μοιράζεται ανάμεσα στο ‘εγώ’ και το ‘εμείς’. Δεν έφτασε στο τελευταίο σκαλί της απογοήτευσης, δεν έστησε ‘τοίχο’. Άνοιξε παράθυρο και βλέπει και ακούει τις ‘κραυγές της νύχτας’. Αν ο Αναγνωστάκης μιλάει μονάχος για λογαριασμό δικό του και των ‘λίγων’, των ‘πολύ λίγων’, όσων έμειναν στο τέλος συνεπείς με τον εαυτό τους και προδόθηκαν και λεηλατήθηκαν, ο Κύρου κάνει την απολογία και την υπεράσπιση της ‘γενιάς’ του, έστω σαν εκπρόσωπός της, θέλει να γίνει η φωνή της.[ ] Προμηνύεται μια ποίηση κοινωνικού προβληματισμού από σκοπιά ατομικής συνείδησης. Ήδη ο ποιητής αντιμετωπίζει την κοινωνία σε μικρογραφία μιας πολιτείας νυχτωμένης, απ’ όπου εκπέμπονται ‘κραυγές’ από στόματα που συντρίφτηκαν στον τροχό των κοινωνικών αναζυμώσεων, ως να ζητούν δικαιοσύνη και εξαγορά. Ο ποιητής αναλαμβάνει να γίνει ο διερμηνέας και ο υπερασπιστής των με τη δική του ‘κραυγή’ μέσα στις άλλες.”22
Το ποιητικό έργο του Κύρου κορυφώνεται με τις Κραυγές της Νύχτας και τους Κλειδάριθμους (Β’ έκδοση συμπληρωμένη το 1966). Η επόμενη συλλογή του (Τα πουλιά και η αφύπνιση) θα κυκλοφορήσει μόλις το 1987. όπως εξ άλλου και ο νεανικός του φίλος, Μανόλης Αναγνωστάκης, θα μείνει μάλλον ολιγογράφος και επικεντρωμένος σε εκείνη τη χρυσή εποχή – 1956-1966. Μετά ήρθε η δικτατορία για να κλείσει αυτή την υπέροχη πνευματική Άνοιξη της δεκαετίας του 1960. Όμως θα μείνει πιστός στην απέχθειά του στους “Δωριείς”, εκείνους που, ενώ έκαναν “παράκληση σε κάποιο θεό”, “δεν πίστεψαν ποτέ κατά βάθος”. Ίσως γιατί ήταν “ανέκαθεν αρνησίθρησκος” (Πρωθύστερος Λόγος, 1996)23 γι’ αυτό και τα ποιήματά του θα μείνουν για πολύ καιρό αγνοημένα από το Κράτος και τα Κόμματα (μόλις το 1988 θα του προσφερθεί το Β’ (!) Κρατικό Βραβείο Ποίησης, το οποίο και δεν θα αποδεχθεί), γι’ αυτό δεν βρέθηκε σε προεκλογικές φιέστες, γι’ αυτό παραμένει λιγότερο γνωστός από άλλους, έστω και εάν πρόκειται για έναν ποιητή μεγάλου διαμετρήματος. Ο συγγραφέας αυτού του κειμένου θα θυμάται πάντα με συγκίνηση τις μέρες του 1965-66, όταν τα ποιήματα του Κλείτου Κύρου λειτούργησαν σαν αποκάλυψη και οδηγός στις νεανικές του αναζητήσεις για την ποίηση της ήττας. Αργότερα, πολύ αργότερα, στη δεκαετία του 1980, η μοίρα ενός άλλου μεγάλου συνομηλίκου του, ενός φιλοσόφου, αγνοημένου στην πατρίδα του, του Κώστα Παπαϊωάννου, θα συμβαδίζει πάντα στο υποσυνείδητό μου με εκείνη του Κλείτου Κύρου. δύο από τους σημαντικότερους και σεμνότερους εκπροσώπους μιας γενιάς “που ρουφήχτηκε στη γη”, της γενιάς του Πολέμου και του Εμφυλίου, που με τις αστραπές του πνεύματός τους και την ευαισθησία τους, θα μας ευφραίνουν και ταυτόχρονα θα μας γεμίζουν μελαγχολία, γι’ αυτό που μπορούσε να γίνει και δεν στάθηκε μπορετό να ολοκληρωθεί.
ΣΠΟΥΔΗ ΤΡΙΤΗ
Τα γεγονότα δεν έχουνε διαστάσεις την ώρα που τελούνται
τις αποχτούνε με το χρόνο κι όλα είναι γύρω σου
σαν να μην είναι
άλλωστε έτσι γράφεται κι η Ιστορία τελικά πρέπει να
μάθεις πως καμιά θυσία δεν πάει χαμένη και τα βράδια
όταν πλαγιάζεις έμφλογος και άγρυπνος ακούγονται τριγμοί στα σανίδια της οροφής καθώς περνούν τα τρένα
με λυγμούς
(“Περίοδος Χάριτος 1992”)24
Γ.Κ.
Αθήνα 1966/2002(25)
Σημειώσεις
1. Βλέπε Γιώργος Καραμπελιάς: 1922, Δοκίμιο για τη νεοελληνική ιδεολογία, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2002.
2.Ο Κ.Κ. αποτελεί μια ιδιαίτερη και οριακή περίπτωση για το «ρεύμα», παρ’ όλο που εντάσσεται σε αυτό.
3. «Η ποίηση της ήττας», Επιθεώρηση Τέχνης, τ. 106-107.
4. Τίτος Πατρίκιος, Ποιήματα ΙΙΙ (1959-1973), Κέδρος, Αθήνα 1998, σ. 30.
5.Τίτος Πατρίκιος, Ποιήματα ΙΙΙ (1959-1973), Κέδρος, Αθήνα 1998, σ. 33.
6.Τίτος Πατρίκιος, Ποιήματα ΙΙ (1953-1959), Κέδρος, Αθήνα 1998, σ. 178.
7. Επιθεώρηση Τέχνης, τ. 106-107.
8.Μανόλη Αναγνωστάκη, Τα Ποιήματα, Πλειάς,Αθήνα, 1976, σ. 143.
9. Βύρων Λεοντάρης, Ψυχοστασία, ποιήματα 1949-1976, Ύψιλον, Αθήνα 1983, σ.162.
10. Μιχάλης Κατσαρός, Κατά Σαδδουκαίων, Αθήνα, σ. 46.
11. Άρης Αλεξάνδρου, Ποιήματα (1931-1974), Καστανιώτης, Αθήνα 1978, σ. 116.
12. Ο Κλείτος Κύρου, γεννήθηκε το 1921 στη Θεσσαλονίκη, όπου συνεχίζει να ζει, αδιάλειπτα, μέχρι σήμερα. Εργάστηκε στον τραπεζιτικό χώρο μέχρι το 1983. Ασχολήθηκε για πολλά χρόνια με την κριτική του κινηματογράφου και έχει πραγματοποιήσει πολλές μεταφράσεις ποίησης και πεζογραφίας, για τις οποίες έχει τιμηθεί με το βραβείο της Ελληνικής Εταιρείας Μεταφραστών και το Κρατικό βραβείο μετάφρασης.
13. Κλείτος Κύρου, Εν όλω, Συγκομιδή 1943-1997, Άγρα, Αθήνα 1997, σ. 131. Όπως και το σύνολο των παραθεμάτων από τα ποιήματα του συγγραφέα που ακολουθούν, αναφέρονται σε αυτή τη συνολική, έως το 1997, έκδοση των ποιημάτων του.
14. Γιατί οι δύο ποιητικές συλλογές που είχε ήδη εκδώσει, η Αναζήτηση το 1948 και Σε πρώτο πρόσωπο το 1957 αναφέρονται μάλλον σε εφηβικές και νεανικές μνήμες.
15. Ό.π., σ.131.
16.Εν όλω, ό.π., σ.134-135.
17.Ό.π. σσ. 131-132
18.Εν όλω, ό.π. σ.164
19. Εν όλω, ό.π. σ.165
20.Κ.Κ., ό.π., σσ.124-125.
21.Κ.Κ., ό.π., σ. 152.
22.Γ. Θέμελης, Η νεώτερη ποίησή μας, Β΄ έκδοση, Εκδ. Κωνσταντινίδη, Θεσσαλονίκη 1978.
23.Κλ. Κύρου, ό.π.,. σ. 305.
24.Κ.Κ., ό.π. σ. 253.
25.Μία πρώτη εκδοχή του κειμένου, που επέμενε μόνον στην κριτική της ποίησης της ήττας”, δημοσιεύτηκε το 1966 στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης Σπουδαστικός Κόσμος. Η τελική εκδοχή παρουσιάστηκε στο “Πανελλήνιο Συνέδριο Ποίησης”, το Καλοκαίρι του 2002, στην Πάτρα.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου